- εξαπλωτός
- και ξαπλωτός, -ή, -ό (Μ ἐξαπλωτός και ξαπλωτός, -ή, -όν) [εξαπλώνω]1. απλωμένος, ξαπλωμένος2. (για νεκρούς) ξαπλωμένος στη γη, ριγμένος καταγής («κορμιά εθώριες ξαπλωτά», Τζάν. Κρητ. πόλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.